- πτερορρύηση
- η / πτερορρύησις, -ήσεως, ΝΑ [πτερορρυῶ]η πτώση τού φτερώματος πτηνού και η αντικατάστασή του με νέο, αλλ. πτερόρροιααρχ.μτφ. η πτώση στο κακό και στην αμαρτία, η οποία προκάλεσε την πτώση τής ψυχής στο σώμα, σύμφωνα με την πλατωνική θεωρία.
Dictionary of Greek. 2013.